οι σεισμοί της αρχαιότητας το ελληνικο σεισμικό τόξο η επικινδυνοτητα των κατασκευων το συνδρομο καταπλακωσης επαναστατικη μεθοδος προγνωσης σεισμων Ο πανίσχυρος θεός Ποσειδώνας εξουσίαζε τα έγκατα της γης όπως δείχνουν οι ονομασίες του ενοσίχθων (ο σείων τη γη), ενοσίγαιος, γαίας κινητήρ, σεισίχθων αλλά και το ίδιο το όνομά του που έχει ερμηνευθεί και ως σύζυγος - κυρίαρχος της γης, ενώ ο εγκλειστος γίγαντας Εγκέλαδος στην προσπαθειά του να ελευθερωθει προκαλουσε σεισμό. Ο Σοφοκλής τον ονομάζει γης τε και αλμυράς θαλάσσης άγριον μοχλευτήν. Στον Ποσειδώνα αποδίδει η ελληνική παράδοση τη διαμόρφωση της γήινης επιφάνειας όπως τη γνωρίζει ο άνθρωπος με όρη, νησιά, ποταμούς, ισθμούς, φαράγγια, κόλπους κτλ. Αυτός, σείοντας τη γη, απέσπασε τμήματα από τις ξηρές και δημιούργησε νησιά όπως π.χ. όταν, για να εξουδετερώσει τον γίγαντα Πολυβώτη στον αγώνα των θεών εναντίον των γιγάντων, έκοψε με την τρίαινά του τμήμα από την Κω και μ’ αυτό τον καταπλάκωσε, δημιουργώντας τη Νίσυρο. Στη Θεσσαλία διέρρηξε με την τρίαινα τα βουνά ώστε να βρουν διέξοδο τα νερά που λίμναζαν εκεί σχηματίζοντας τα Τέμπη. Σεισμός κατά την παράδοση έκανε τη Σικελία «αναρραγήναι» από το άκρο της ιταλικής χερσονήσου. Το σημείο αυτό ονομάστηκε Ρήγιον. Οταν ο Ποσειδών συγκλονίζει τη γη φοβούνται ακόμη και οι θεοί, ιδίως ο αδελφός του ο Αδης που αγωνιά μήπως ανοίξει η γη και αποκαλυφθεί το σκοτεινό του βασίλειο. Πέρα από τις παραδόσεις με τις οποίες ερμήνευαν τη διαμόρφωση του εδάφους στα πανάρχαια χρόνια ως αποτέλεσμα της δράσης του Ποσειδώνος, οι Ελληνες απέδιδαν στην μήνιν του και τις πραγματικές φυσικές καταστροφές (μηνίσαντα τον Ποσειδώνα διά του σεισμού και του κατακλυσμού τας ασεβούσας πόλεις λυμήνεσθαι). Αυτόν επικαλούνταν για την επαναφορά της σταθερότητας του εδάφους με τα επίθετα ασφάλειος, σωτήρ, εδραίος, αφού αυτός ήταν ικανός κινείν και σώζειν, αλλά και για τη στερεότητα των κτισμάτων ως θεμελιούχος και τειχοποιός. Εργο δικό του είναι τα τείχη της Τροίας. Στην Τροία φθάνει πετώντας πάνω απ’ τα κύματα με το χρυσό του άρμα. Ξεπεζεύει στα βάθη της θάλασσας ανάμεσα στην Ιμβρο και στην Τένεδο σ’ ένα μεγάλο σπήλαιο που υπάρχει εκεί και δένει τα χαλκόποδα, χρυσότριχα άλογά του με χρυσά δεσμά, να περιμένουν εκεί τον κύριό τους. Πώς να μη συσχετίσει κανείς την ομηρική παράδοση περί υπάρξεως μεγάλου υποθαλάσσιου σπηλαίου στον χώρο αυτό, που το επισκέπτεται ο κοσμοσείστης θεός με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα περί των ρηγμάτων της περιοχής και πώς να μη θαυμάσουμε το ομηρικό κείμενο που περιέχει και γεωλογικές παραδόσεις απροσδόκητης και ανεξήγητης για μας ακρίβειας! Στις περιοχές που πλήττονταν από σεισμούς κυριαρχούσε η λατρεία του Ποσειδώνα. Στην αγορά της Σπάρτης, υπήρχε άγαλμα του Ποσειδώνος Ασφαλείου. Κοιτίδα της λατρείας του στα ιστορικά χρόνια, ως χθόνιας και όχι θαλάσσιας θεότητας, είναι η Πελοπόννησος, την οποία οι ιστορικοί Εφορος και Διόδωρος ονομάζουν οικητήριον Ποσειδώνος και ιεράν Ποσειδώνος, αλλά και η Βοιωτία χαρακτηρίζεται ιερά γη του Ποσειδώνα. Ενδεικτική του κυρίαρχου χθόνιου χαρακτήρα του Ποσειδώνα στην Πελοπόννησο είναι η έντονη λατρεία του στις αρκαδικές πόλεις, μολονότι η αρχαία Αρκαδία δεν είχε θάλασσα. Οι πληροφορίες των αρχαίων πηγών περί σεισμών δεν είναι λίγες. Περιορίζονται όμως εύλογα από το θέμα που εξιστορεί ο κάθε συγγραφέας και αναφέρονται κατά κανόνα σε σεισμούς που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των εξιστορούμενων γεγονότων ή επηρέασαν τις εξελίξεις. Ετσι μεγάλοι σεισμοί που βεβαιώνονται ή πιθανολογούνται ανασκαφικά σε κάποιες περιοχές του ελλαδικού χώρου δεν αναφέρονται στις πηγές ενώ για άλλους σώζονται αρκετά λεπτομερείς περιγραφές του φαινομένου και των συνεπειών του. Αλλοτε πάλι αναφέρονται σεισμοί σε κάποιες περιοχές, χωρίς άλλη πληροφορία. Πάντως στα 27 χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου που ιστορεί, ο Θουκυδίδης αναφέρει εννέα καταστρεπτικούς σεισμούς σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Τα περί σεισμών πραγματεύονται με κάποια διεξοδικότητα οι Αριστοτέλης, Πλίνιος, Διόδωρος, Παυσανίας και Στράβων. Η εύσειστος Λακωνία Η γενική εικόνα που προκύπτει από τις πηγές είναι ότι στα ιστορικά χρόνια από σεισμούς έπασχε κυρίως η Πελοπόννησος, και ιδιαίτερα η Λακωνική, η Λοκρίδα και το ΝΑ Αιγαίο. Η Λακωνία ονομαζόταν εύσειστος και καιετάεσσα από τους καιετούς (χάσματα) που υπήρχαν εκεί. Γνωστός είναι ο μεγάλος σεισμός της Σπάρτης το θέρος του 464 π.Χ. Η σφοδρότητά του ήταν ασύλληπτη. Οι κορυφές του Ταϋγέτου απερράγησαν και άνοιξαν χάσματα σε διάφορα σημεία. Στο γυμνάσιο λίγο πριν από τον σεισμό ασκούνταν έφηβοι και νεανίσκοι, όταν παρουσιάστηκε ένας λαγός. Οι νεανίσκοι βγήκαν να τον κυνηγήσουν και σώθηκαν ενώ οι έφηβοι που παρέμειναν μέσα σκοτώθηκαν με την κατάρρευση του κτιρίου. Ο κοινός τάφος τους ονομάστηκε Σεισματίας. Καθώς οι δονήσεις διήρκεσαν μέρες και ήταν συνεχείς και ισχυρές, όλα τα σπίτια γκρεμίστηκαν εκ θεμελίων και αναφέρονται πάνω από 20.000 θύματα. Η ολοκληρωτική καταστροφή θεωρήθηκε ότι οφειλόταν στην οργή του Ποσειδώνος, που προκάλεσαν οι Σπαρτιάτες γιατί είχαν αποσπάσει από τον βωμό του στο Ταίναρο και θανατώσει είλωτες καταδικασμένους σε θάνατο, που είχαν καταφύγει σ’ αυτό το φημισμένο άσυλο. Η τιμωρία ήρθε σύντομα: ου μετά πολύ εσείσθη σφίσιν η πόλις συνεχεί τε ομού και ισχυρώ τω σεισμώ ώστε οικίαν μηδαμίαν των εν Λακεδαίμονι αντισχείν. Ολόκληρη την πόλη σώριασε στο έδαφος ο Ποσειδών Ταινάριος (ες έδαφος την πόλιν πάσαν κατέβαλεν ο θεός). Η καταστροφή όμως αποτέλεσε ευκαιρία γενίκευσης της αρχικά περιορισμένης εξέγερσης των ειλώτων, που αποφάσισαν αιφνιδιάζοντας τους επιζώντες να κυριεύσουν την πόλη. Η Σπάρτη σώθηκε χάρη στην αντίδραση του βασιλιά Αρχιδάμου, που κατάφερε να συγκεντρώσει και να παρατάξει για μάχη τους Σπαρτιάτες που προσπαθούσαν να βγάλουν από τα ερείπια ό,τι πολύτιμο είχαν. Πάντως, οι πλείοι των δισμυρίων νεκροί προκάλεσαν στο δημογραφικό πρόβλημα της Σπάρτης σοβαρότατες επιπτώσεις, εμφανείς για περισσότερο από μία γενιά, ως κριτήριο των στρατιωτικών της επιλογών. Τον χειμώνα του 427 π.Χ., όταν η Αθήνα μαστιζόταν από τον λοιμό, έγιναν πολλοί σεισμοί στην Αθήνα, στην Εύβοια και στη Βοιωτία και πιο δυνατοί στον βοιωτικό Ορχομενό. Το επόμενο θέρος, ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν προχωρήσει ως τον Ισθμό για να εισβάλουν στην Αττική, ισχυροί σεισμοί τούς ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Τότε οι Οροβιές, στο ΒΔ άκρο της Εύβοιας, κατά την εξιστόρηση του Θουκυδίδη, κατακλύσθηκαν από τεράστιο κύμα και όσοι δεν πρόφθασαν να καταφύγουν στα υψώματα σκοτώθηκαν, ενώ τμήμα της ξηράς καταποντίστηκε. Το κύμα παρέσυρε και τμήμα του αθηναϊκού τείχους στο νησάκι Αταλάντη της Λοκρίδος, όπου κομμάτιασε μία από τις δύο αθηναϊκές τριήρεις που ήταν τραβηγμένες στην ξηρά. Στην αντικρινή Πεπάρηθο (Σκόπελο) εγένετο κύματος επαναχώρησις και καταστράφηκε τμήμα του τείχους, το πρυτανείο και οικίες. Ο Στράβων περιγράφει τις συνέπειες ενός φοβερού σεισμού στην περιοχή Εύβοιας και Λοκρίδος. Οι θερμές πηγές της Αιδηψού και των Θερμοπυλών στέρεψαν για τρεις μέρες. Στους Ωρεούς (Βόρεια Εύβοια) κατέρρευσαν επτακόσιες οικίες και το παραθαλάσσιο τείχος. Η Σκάρφεια καταστράφηκε εκ θεμελίων, χίλιοι επτακόσιοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ στο Θρόνιον περίπου εννιακόσιοι. Καταστροφές έγιναν στον Εχίνο, στα Φάλαρα, στην Ηράκλεια, στη Λαμία και στη Λάρισα. Το τείχος της Ελάτειας ράγισε και στην Αταλάντη δημιουργήθηκε ρήγμα. Μια τριήρης τινάχτηκε από τα νεώρια και έπεσε πέρα από το τείχος. Τον χειμώνα του 373 π.Χ. έγινε στον Κορινθιακό ο καταστρεπτικότερος ίσως σεισμός της ελληνικής ιστορίας, ενώ στην Αθήνα ήταν άρχων ο Αστείος. Χάθηκαν δύο σπουδαίες πόλεις: η Ελίκη (περί τα 7 χιλιόμετρα ΝΑ του Αιγίου) και η Βούρα. Τότε καταστράφηκε και ο ναός του Απόλλωνος στους Δελφούς. Ο σεισμός αποδόθηκε στην οργή του Ποσειδώνα που είχαν προκαλέσει οι Ελικαείς γιατί σκότωσαν ίωνες ικέτες που κατέφυγαν στο ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνος. Πέντε μέρες προ του καταποντισμού τα ζώα εγκατέλειψαν το έδαφος της Ελίκης. Ο τρομερός σεισμός έγινε ξαφνικά και νύχτα, και ταυτόχρονα η ξηρά κατακλύστηκε από τη θάλασσα και η Ελίκη που απείχε 12 στάδια, δηλαδή 2,16 χιλιόμετρα από τη θάλασσα παρασύρθηκε αύτανδρη. Από το άλσος του Ποσειδώνος φαίνονταν μόνο οι κορφές των δέντρων. Κατά τον Ερατοσθένη, το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνος, που κρατούσε ιππόκαμπο, βρισκόταν όρθιο στον βυθό ενάμιση αιώνα αργότερα και έσκιζε τα δίχτυα των ψαράδων. Δέκα λακωνικά πλοία αγκυροβολημένα εκεί βυθίστηκαν. Οι δύο χιλιάδες άνδρες που έστειλαν οι Αχαιοί για βοήθεια δεν κατόρθωσαν ούτε να περισυλλέξουν τους νεκρούς. Από τη Βούρα, που απείχε 40 στάδια (7,2 χιλιόμετρα) από τη θάλασσα, σώθηκαν μόνον όσοι έλειπαν από την πόλη. Ο σεισμός που κατέστρεψε τη Ρόδο περί το 226 π.Χ. μεταξύ των άλλων καταστροφών τσάκισε στα γόνατα και τον περίφημο κολοσσό ύψους 32 μ. και τον ξάπλωσε στο έδαφος. Σημαντική βοήθεια ήρθε τότε στη Ρόδο από διάφορα σημεία: ο Ιέρων των Συρακουσών έστειλε έξι τάλαντα αργύρου (περίπου 155 κιλά) και αργυρούς λέβητες για την ανοικοδόμηση του τείχους, παρείχε δε ατέλεια στα πλοία της Ρόδου. Οι παρόμοιες καταστροφές δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με πνεύμα αλληλεγγύης. Περί το 411 π.Χ., που η Κως είχε γκρεμιστεί συθέμελα από ισχυρό σεισμό, το μεγαλύτερο απ’ όσους θυμόμαστε όπως γράφει ο Θουκυδίδης και οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στα βουνά, ο Λακεδαιμόνιος Αστύοχος που περνούσε από κεί με μερικά πλοία λεηλάτησε πλήρως το νησί, αφήνοντας πίσω μόνο τους ελεύθερους πολίτες που δεν εξανδραπόδισε. Οι παραπάνω σεισμοί αναφέρονται στις πηγές μεταξύ των καταστρεπτικότερων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Το ολέθριο έργο του χθόνιου Ποσειδώνα που έσειε τη γη συμπληρωνόταν από γιγάντια κύματα που ύψωνε ο ίδιος ως κυρίαρχος της θάλασσας, καταστρέφοντας ή και βυθίζοντας ολόκληρες πόλεις. |