Ιμβρος - Τένεδος

Υφαλοκρηπιδα  Aλφαβητάρι     Διεθνές Δίκαιο    Αφελληνισμός   Τουρκική  άποψη  Ποντιακος ελληνισμος  Ιμια
 

Η Ιμβρος είναι ένα μικρό νησάκι του ανατολικού Αιγαίου, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Θρακικών Σποράδων, 11 μίλια από τη Λήμνο και 13 από τη Σαμοθράκη.  Το νησί πήρε το όνομά του από τον προελληνικό θεό Ίμβρασο (ή Ίμβραμο), που συμβόλιζε τη γονιμότητα της άγονης γης. Είναι, λοιπόν, πασιφανές ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Προέλληνες. Στον Τρωικό πόλεμο, όμως οι Ιμβριοι Προέλληνες τάχτηκαν με το μέρος των Τρώων γειτόνων τους. Αργότερα έγινε τόπος εξορίας. Εκεί οι Αθηναίοι έστειλαν τους Προέλληνες που ζούσαν στον Υμηττό, γιατί ήθελαν να απαλλαγούν από δαύτους.
Το νησί κατάχτησε ο Πέρσης στρατηγός του Δαρείου, Οτάνης, το 515 π.Χ. αλλά οι Αθηναίοι το ανακατέλαβαν γρήγορα, το 495, με τον Μιλτιάδη, γιατί τους ενδιέφερε η στρατηγική του θέση.  Τότε το αποίκησαν Αθηναίοι κληρούχοι, οι οποίοι δεν διέκοψαν ποτέ τη στενή τους σχέση με την πρωτεύουσα. Μάλιστα τις διαφορές τους τις έλυναν αθηναϊκά δικαστήρια. Και επειδή ήταν δύσκολο να παραβρεθούν στην Αθήνα τη μέρα της δίκης, δικάζονταν ερήμην (εξ ου και “Ίμβριος δίκη”, ενώ το “Ίμβριος” και το “Λήμνιος”, γιατί κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τους Αθηναίους αποίκους της Λήμνου, κατάντησε συνώνυμο του φυγόδικου).  Το Κάστρο, τη μοναδική πόλη της Ιμβρου, κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά γρήγορα και πάλι την ξαναπήραν οι Αθηναίοι. Μετά ο Φίλιππος ο Μακεδόνας και την προσάρτησε στη Μακεδονία. Μάλιστα ο Δημοσθένης τον κατηγόρησε ότι την ερήμωσε από τους κατοίκους της, που τους μετέφερε στο βασίλειό του. Με την ειρήνη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) επανήλθε στους Αθηναίους.
Νέοι καταχτητές της μετά οι Ρωμαίοι, απ’ τους οποίους την παίρνουν οι Βυζαντινοί. Η Ιμβρος ησυχάζει, ώσπου έρχεται η επιδρομή στα νησιά των Βουλγάρων (766), οι οποίοι απαγάγουν περί τους 2.500 κατοίκους απ’ το ανατολικό Αιγαίο και τους μεταφέρουν στον Αίνο. Τους εξαγόρασε τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος Ε’ και τους έφερε πίσω...
Απ’ τους Φράγκους την ξανακάνει βυζαντινή ο Μιχαήλ Παλαιολόγος (1262). Οι Ιμβριοι τάχτηκαν με το μέρος του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, που του επέτρεψαν να αποβιβαστεί στο νησί τους, στη μάχη του κατά του σφετεριστή Ιωάννη Καντακουζηνού.
Το 1395 δέχεται την πρώτη λεηλασία από τους Τούρκους, αλλά το Κάστρο μένει απόρθητο. Οταν έφτασε η είδηση ότι έπεσε η Πόλη, οι άρχοντες του νησιού μπήκαν σε πλοιάρια και το εγκατέλειψαν πρώτοι σαν τα ποντίκια ως συνήθως ! Τότε, για το αναπόφευκτο πέρασμα στα τουρκικά χέρια, μεσολάβησε ο Κριτόβουλος και με πλούσια δώρα ζήτησε να μη μεταβληθεί το κοινωνικό καθεστώς του νησιού. Ετσι ο Μωάμεθ δέχτηκε να παραχωρήσει την Ίμβρο στον Παλαμήδη (!) και με το θάνατο αυτού, στον Κριτόβουλο (1456). Ο εύστροφος πολιτικός δεν “μάσησε” όταν έστειλε στόλο ο πάπας να ξεσηκώσει τα νησιά κατά των Τούρκων (1457), κάτι που έκαναν οι Λήμνιοι και επέστρεψαν τελικά στους Τούρκους (1458). Τα δυο νησιά πάντως “νοικιάστηκαν” στον Δημήτριο Παλαιολόγο έναντι 3.000 χρυσών το χρόνο. Ενετοί και Τούρκοι εναλλάσσονται τα κατοπινά χρόνια.
Ωσπου την καταχτά ο ελληνικός στόλος το 1912. Αλλά με τις Συνθήκες Λονδίνου και Αθήνας (1913), η Ιμβρος γίνεται ένα από τα τρία νησιά του Αιγαίου που δεν παραχωρούνται στην Ελλάδα.  Παρ’ όλα αυτά παραμένει ελληνική μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χρησιμεύει ως έδρα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στις επιχειρήσεις του Ελλήσποντου. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) η Τουρκία παραιτείται από τα δικαιώματά της στα νησιά. Ετσι, μαζί με την Τένεδο, παραμένουν ελληνικά. Με τη Μικρασιατική καταστροφή όμως η Τουρκία επιβάλλει τους όρους της και με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) η Ιμβρος και η Τένεδος, οι απαραίτητες για την ασφάλεια των Στενών νησίδες, περνάνε στην Τουρκία.  Σήμερα οι Ιμβριοι της διασποράς ξεπερνούν τους 10.000 !
 

Η Τένεδος  είναι ένα άλλο μικρό νησάκι του ανατολικού Αιγαίου, που ανήκει κι αυτό στο σύμπλεγμα των Θρακικών Σποράδων, 12 μίλια από το στόμιο του Ελλήσποντου και 3 από τα παράλια της Μικρασίας. Κείται δε εν μέσω τριών πελάγων (Αιγαίου, Ελλησπόντου και Μέλανος κόλπου) γι’ αυτό αναφέρεται ενίοτε και ως Τρίοδος.
Το νησί πήρε το όνομά του από τον οικιστή και βασιλιά του, Τέννητα, γιο του ήρωα Κύκνου (γιου του Ποσειδώνα) από τους Κολωνούς της Τρωάδος και της Πρόκλειας, κόρης του Λαομέδοντα. 
Τον ερωτεύτηκε η μητριά του, Φυλονόμη (ή Φιλονόμη), αλλά όταν αυτός αρνήθηκε τον έρωτά της, αυτή με ψευδομάρτυρα τον αυλητή Μόλπο (ή
Εύμολπο) τον συκοφάντησε ότι ήθελε να την βιάσει κι ο πατέρας του τον έβαλε 
σε μια λάρνακα και τον έριξε στη θάλασσα, μαζί με την αδελφή του Λευκοθέα (ή Αμφιθέα ή Ημιθέα). Εκτοτε έμεινε η φράση “Τεννέδιος αυλητής” για όποιον μαρτυρά ψέματα. Εξ ου και η λέξις τέναρος, που σημαίνει τον κακούργο, τον συκοφάντη. Την αδικία είδε ο παπούς του, Ποσειδώνας, και έσωσε τους νέους, φυγαδεύοντάς τους στο νησί Λεύκοφρυ (ή Κάκυδνα), τη σημερινή Τέννεδο.
Εκεί λατρεύτηκε και έπαιξε τον ίδιο ρόλο, που έπαιξε κι ο Θησέας για τους Αθηναίους. Οι κάτοικοι του απέδιδαν θείες τιμές, ενώ του είχαν αφιερώσει ιερό με άγαλμά του μέσα σ’ αυτό (άγαλμα, που αργότερα ο Ουέρης...
“μετέφερε” στη Ρώμη...)...
Εδώ λατρεύτηκε ο Απόλλωνας, σύμβολο του οποίου εδώ ήταν ο πέλεκυς. 
Πράγματι, στα αναθήματά τους οι Τεννέδιοι είχαν δυο πέλεκεις. Γιατί από τον Τένη (= αυτός που τείνει, που τεντώνει τα πράγματα, “τένων” το νεύρο του τράχηλου, “τένοντες” τα διατεταγμένα νεύρα από το κεφάλι ως τα πόδια και η συνάφεια των νεύρων,) έπεφτε βαρύς κι αμείλικτος πέλεκυς, για διάφορες παρανομίες, μεταξύ των οποίων και η μοιχεία. Όταν μάλιστα συνέλαβε και τον γιο του μοιχό, εφάρμοσε χωρίς εξαίρεση τον νόμο του πέλεκυ.  Εξ ου και “τένθαι” οι μοιχοί (και οι λωποδύται). Από τότε έμεινε η φράση “τεννέδιος πέλεκυς” (ή σπανιότερα “τεννέδιο βέλος”), για όποιον με πίκρα, αλλά σύντομα και δίκαια τελειώνει μια τιμωρία. Ο δήμιος καθόταν στα νώτα του κριτή και έπληττε καίρια όποιον έλεγε ψέματα. Εξ ου και η φράσις “Τεννέδιος άνθρωπος”, ο φοβερός, ο σκληρός. Γι’ αυτό και στα νομίσματά της η Τέννεδος είχε από τη μια μεριά τον πέλεκυ, από την άλλη δυο κεφάλια από ένα αυχένα. Εξ ου και “τέννος” ο στέφανος του κεφαλιού από ελιά, κλπ. Η δε φράση “Τεννέδιος ξυνήγορος”, σήμαινε απότομος και σκληρός.
Αναφέρεται επί της νήσου και ομώνυμη πόλη (Τέννεδος) και τοποθεσία Ασσερίνα, όπου και μικρός ποταμίσκος, με καρκίνους και χελώνες.
Ο Τέννητας κι η Τέννεδος μνημονεύονται στην “Ιλιάδα” από τον Ομηρο. Ο ήρωας μάλιστα, λέει ο ποιητής, σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από τον Αχιλλέα. Μετά την ήττα των Τρώων μέρος του λαού του νησιού έφυγε και αποίκησε στην Κορινθία, όπου ίδρυσαν την Τενέα, πόλη με προστάτη τον Απόλλωνα, το περίφημο άγαλμα του οποίου υπάρχει σήμερα στο Μουσείο του Μονάχου!.. Οι Τενεάτες μαζί με τους Κορίνθιους αποίκησαν αργότερα τις Συρακούσες.
Η Τένεδος στους Περσικούς πολέμους καταλήφθηκε από τους Πέρσες.  Γρήγορα την πήραν οι Αθηναίοι, και αποτέλεσε μέρος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Αλλά με την Ανταλκίδεια ειρήνη παραχωρήθηκε και πάλι στους Πέρσες. Από τους Πέρσες την λευτέρωσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Εμεινε μακεδονική έως τη νέα κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, οι οποίοι με τη σειρά τους την παρέδωσαν στους Βυζαντινούς. Μετά ήρθαν οι Ενετοί και τέλος οι Τούρκοι.
Το 1912 απελευθερώθηκε από τους Ελληνες. αλλά η Συνθήκη της Λωζάνης (1923) την επαναπαραχώρησε στους Τούρκους.
Υπάρχουν άλλες δυο πόλεις στην ιστορία μ’ αυτό το όνομα: Η Τένεδος, η οχυρή παραλιακή πόλη της Παμφυλίας στην Αττάλεια, με κατοίκους τους Τενεδείς, και η Νέα Τένεδος, στη Χαλκιδική). 

πηγη