Τα
Ποντιακά είναι αρχαία ελληνική διάλεκτος με στοιχεια από την ιωνική και
αττικη, αρχαία ελληνικά με ελάχιστες λέξεις της δημωδους νεοελληνικής γλωσσας.
Επιδράσεις δέχτηκε από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων και τη μεσαιωνική
δημωδη.
Επηρρεάστηκε από
τους Γενουάτες και Βενετσιάνους της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους
Γεωργιανούς, καθώς βεβαια και από τους Τούρκους.
Αξιοσημείωτο είναι
πως καποιες ξένες λέξεις εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα
της ελληνικής και το αντίθετο, συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη της γλώσσας.
Παράδειγμα, το τουρκικό ρήμα aramak έγινε στα ποντιακά αραεύω (αναζητώ)
κι έδωσε νέα παράγωγα, αράεμαν (αναζήτηση-ψάξιμο) και αραευτής (ερευνητής),
αλλά και η περίπτωση αντιδανείου της φαινομενικά τούρκικης λέξης "νταμάρ",
που όμως προέρχεται απο το αρχαιοελληνικό "δάμαρ".
Χαρακτηριστικά της
σημεία είναι :
Η διατήρηση της προφοράς του Ιωνικού η ως ε (νύφε αvτί νύφη, κλέφτες αντί
κλέφτης, έτον αντί ήτο, κλπ.)
Η διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (κοσσάρα αντί κότα, σεύτελον αντί
τεύτλον).
Η διατήρηση του ω (με έκπτωση σε ο) ακόμη και στις περιπτώσεις που η κοινή
νεοελληνική το έχει
μετατρέψει σε ου (ζωμίν αντί ζουμί, ρωθώνι αντί ρουθούνι, κωδώνι
αντί κουδούνι κλπ.).
Ο τονισμος των φωνητικών συμπλεγμάτων -ια , -ιο (καρδία αντί καρδιά,
παιδία αντί παιδιά,
παπαδία αντί παπαδιά, κλπ.).
Ο αναβιβασμος του τόνου στην κλητική (Νίκολα αντί Νικόλα, γάμπρε αντί γαμπρέ,
κλπ.).
Η διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί σε -η ( η άλαλος αντί η άλαλη,
η έμορφος αντί η όμορφη, κλπ.).
Η διατήρηση της προστακτικής αορίστου σε -ον, αντί -ε (ποίσον-ποίησον αντί
ποίησε, κόψον αντί κόψε, κλπ.).
Η παθητική κατάληξη -ουμαι (κοιμούμαι αντί κοιμάμαι, φανερούμαι αντί
φανερώνομαι, κλπ.).
Η κατάληξη της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε (ιωνικά)
αντί του -θητε (αττικά) (αγαπηθέτε αντί αγαπηθήτε, κοιμεθέτε αντί κοιμηθείτε,
κλπ.).
Η διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του,
με αφαίρεση της πρώτης συλλαβής του ου ('κι θέλω αντί δε θέλω, 'κι τρώγω
αντί δεν τρώω κλπ.). Το αρνητικό μόριο 'κι διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο
από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν το μόριο δεν, προερχόμενο
από το αρχαίο ουδέν. Οι Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε, καθόλου),
που προήλθε από το ουδέν.
Οι προσωπικές αντωνυμίες
που μπαίνουν ως αντικείμενα των ρημάτων, τοποθετούνται πάντα μετά από αυτά.
(λέγωσε αντί σου λέω, κρούωσε αντί σε χτυπώ, φιλώσε αντί σε φιλώ, κλπ).
Αξίζει να σημειωθούν
ορισμένες από τις πολυάριθμες αρχαίες ελληνικές λέξεις που διατηρήθηκαν
ως σήμερα: βοτρύδιν (τσαμπί), λιμός (πείνα), 'στούδιν (κόκκαλο), ωβόν (αυγό),
ωτίν (αυτί), έγκα (αρχαίο ήνεγκα-έφερα), τ' εμόν (το δικό μου), τ' εμέτερον
(το ημέτερον, το δικό μας) κλπ.
|